στρεβλώσεις

στρεβλώσεις
στρέβλωσις
putting to the torture
fem nom/voc pl (attic epic)
στρέβλωσις
putting to the torture
fem nom/acc pl (attic)
στρεβλόω
twist
aor subj act 2nd sg (epic)
στρεβλόω
twist
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αθέτωση — Πάθηση του νευρικού συστήματος, που οφείλεται σε συγγενείς ή επίκτητες εγκεφαλικές βλάβες και εκδηλώνεται με μια σειρά από ακούσιες, αργές, συνεχείς οφιοειδείς κινήσεις των άνω άκρων, κυρίως των δαχτύλων και των καρπών, σπανιότερα του κεφαλιού… …   Dictionary of Greek

  • διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • ξεσμός — ξεσμός, ὁ (Α) (ως βασανιστήριο) ξύσιμο («μετὰ ξεσμοὺς καὶ στρεβλώσεις», Ευσέβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. μος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”